Σχέσεις γονέων και εκπαιδευτικών [Η σύγκρουσή τους έχει μοναδικό θύμα τον μαθητή]
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στη σχέση μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών, θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο» και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο «Η νέα παιδαγωγική» του Καζαντζάκη: «Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.» Τα παραπάνω λόγια του πατέρα, δείχνουν την απόλυτη συμφωνία του γονιού με τη χρήση οποιασδήποτε «τεχνικής» (στις περισσότερες περιπτώσεις επρόκειτο για αυταρχικές και βίαιες πρακτικές), ώστε να μορφωθεί το παιδί του.
Τα παλαιότερα χρόνια, οι περισσότεροι γονείς δεν έδειχναν μόνο σεβασμό, αλλά τυφλή εμπιστοσύνη στο δάσκαλο του παιδιού τους, γιατί εκείνος θα τους μάθαινε όσα οι ίδιοι δεν μπορούσαν, λόγω του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου. Αποτελούσε γι’ αυτούς μια αυθεντία. Μάλιστα, παρότρυναν τον εκάστοτε δάσκαλο να δείρει το παιδί «για να γίνει άνθρωπος». Φυσικά, κανείς σήμερα δεν είναι σύμφωνος με τέτοιες διδακτικές τεχνικές, διότι έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Το παιδί δεν μαθαίνει να σέβεται, αλλά να φοβάται. Δεν καλλιεργείται η αγάπη για τη μάθηση, αλλά η απέχθεια. Δεν αποκτά αυτοπεποίθηση στη θέα της βίτσας, αλλά μονάχα χτίζει άμυνες. Ο φόβος κατευθύνει τα λόγια και τις πράξεις του. Αδιαμφισβήτητα, τέτοιες τραυματικές εμπειρίες στα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής, επηρεάζουν σημαντικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του παιδιού στη μετέπειτα ζωή του.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και όλα άλλαξαν. Οι μαθητές δεν έχουν να κάνουν με αυταρχικούς και καταπιεστικούς δασκάλους, αλλά με εκπαιδευτικούς που τα αντιμετωπίζουν ανθρώπινα, με αγάπη και σεβασμό. Επίσης, οι γονείς σήμερα δεν έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά οι περισσότεροι εξ’ αυτών είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν αφήνουν την τύχη του παιδιού τους στο δάσκαλο, αλλά φροντίζουν και οι ίδιοι να παρακολουθούν την πρόοδό του και να το βοηθούν όταν χρειάζεται. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τώρα πια υπάρχουν οι κατάλληλες και γόνιμες βάσεις για να χτιστεί μια γερή γέφυρα επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ γονιών και εκπαιδευτικών, ώστε η εκπαιδευτική διαδικασία να αποφέρει τα μέγιστα οφέλη στο μαθητή.
Τι συμβαίνει όμως; Γιατί δεν υπάρχει αυτή η γέφυρα; Και οι δυο έχουν έναν κοινό ρόλο-σκοπό, τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Γιατί όμως πολλοί αρνούνται να συνεργαστούν, για να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα;
Πολλές φορές έχουμε ακούσει γονείς να κάνουν το μεγάλο λάθος, να απαξιώνουν τον εκπαιδευτικό, για οποιοδήποτε λόγο, μπροστά στο μαθητή. Όσο «κακό» και να θεωρεί το δάσκαλο ένας γονιός, δεν πρέπει ποτέ να τον υποτιμά μπροστά στο παιδί, διότι θα τον απορρίψει ολοκληρωτικά, θα σταματήσει να τον σέβεται και θα χάσει την ευκαιρία να κερδίσει οτιδήποτε θετικό από αυτόν. Άλλοι γονείς θεωρούν πως ο δάσκαλος δεν καταλαβαίνει το παιδί τους και άλλοι ότι το έχουν στοχοποιήσει και το αδικούν συνεχώς. Κάποιοι λειτουργούν παρεμβατικά στο έργο του δασκάλου, κάνοντας συχνά υποδείξεις για τον τρόπο διδασκαλίας και διαπαιδαγώγησης που ακολουθούν. Άλλοι δεν παρουσιάζονται ποτέ στις τακτικές συγκεντρώσεις και άλλοι αποδίδουν την ευθύνη για οποιαδήποτε αδυναμία παρουσιάζει το παιδί, κατευθείαν στον δάσκαλο. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις μάλιστα, η όποια συζήτηση μεταξύ τους καταλήγει σε σύγκρουση, με μοναδικό θύμα τον μαθητή.
Για αυτή την παράλογη ρήξη μεταξύ γονιών και εκπαιδευτικών, δεν ευθύνονται μόνο οι γονείς. Πολλοί εκπαιδευτικοί δείχνουν αδιαφορία. Στις προγραμματισμένες ενημερώσεις γονέων δεν είναι πρόθυμοι να δώσουν σαφείς πληροφορίες για την πρόοδο του παιδιού και για τις όποιες αδυναμίες του, αλλά αρκούνται σε αόριστους χαρακτηρισμούς όπως «μέτριος», «καλός». Κάποιοι δάσκαλοι δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν τα οικογενειακά προβλήματα που επηρεάζουν το προφίλ του μαθητή στην τάξη, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν πώς να τον προσεγγίσουν και να τον χειριστούν. Αρκετοί γονείς, παραπονιούνται πως στις συζητήσεις τους, οι εκπαιδευτικοί εστιάζουν κυρίως στις σχολικές τους επιδόσεις, χωρίς να αναφέρονται σε παράξενες αλλαγές συμπεριφοράς ή προβλήματα που τα παιδιά αντιμετωπίζουν στο σχολείο (π.χ. εκφοβισμός).
Για να συνοψίσουμε, η συνεργασία ανάμεσα σε γονείς και εκπαιδευτικούς είναι απαραίτητη και η δημιουργία της στηρίζεται και στις δυο μεριές. Από τη μια πλευρά, οι γονείς πρέπει να παρουσιάζονται στις προγραμματισμένες συγκεντρώσεις και να αντιμετωπίζουν με ευγένεια και σεβασμό τον εκπαιδευτικό. Ο εκπαιδευτικός, αναφέροντας συμπεριφορικά προβλήματα του παιδιού, δεν έχει σκοπό σε καμία περίπτωση να μειώσει το μαθητή, αλλά προσπαθεί να βρείτε από κοινού τις αιτίες και να το διαχειριστείτε σωστά. Αν παραπέμψει το μαθητή σε κάποιον ειδικό παιδαγωγό ή αναπτυξιολόγο, το κάνει γιατί ανίχνευσε κάποια μαθησιακή δυσκολία και καλό θα ήταν οι γονείς να τον εμπιστευτούν, εξαιτίας της πείρας του. Αν οι γονείς διαφωνούν με κάποιες τακτικές, μπορούν να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις που ταιριάζουν στο παιδί, αποφεύγοντας τις υποδείξεις.
Από την άλλη πλευρά, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι πρόθυμοι να καταλάβουν τις ανησυχίες των γονέων, να συζητούν μαζί τους τα άγχη τους σχετικά με την εξέλιξη του μαθητή, να μην είναι απότομοι και ειρωνικοί, αλλά υπομονετικοί και να διατηρούν μια ανοικτή στάση απέναντί τους. Πρέπει να φροντίζουν για τη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης με τους γονείς και με τους μαθητές και να μην αναφέρουν μόνο τις αδυναμίες του μαθητή αλλά και τις δυνατότητες/κλίσεις του.
Καταληκτικά, η ρήξη και η άρνηση συνεργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων είναι παράλογη και μπορεί να φέρει μόνο αρνητικά αποτελέσματα στις σχολικές επιδόσεις και στη διαπαιδαγώγηση του μαθητή. Η σχέση τους είναι πολύ σημαντική και πρέπει να χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη και αμοιβαία συνεργασία. Όπως σε κάθε διαπροσωπική σχέση, καλό είναι να προσπαθούμε να μπούμε στη θέση του άλλου, παρά να είμαστε επικριτικοί απέναντί του. Οι εκπαιδευτικοί είναι σύμμαχοι στο έργο των γονέων και όχι εχθροί τους. Αφήνοντας πίσω κάθε προκατάληψη, θα βρουν ένα δίαυλο επικοινωνίας και θα χτίσουν μια ειλικρινή σχέση μεταξύ τους.
της Έφης Κοντογιάννη
Φιλολόγου
Κατηγορία: ΑΡΘΡΑ