Καλύτερος | Ορισμός – Ετυμολογία – Γραμματική αναγνώριση – Κλίση – Συνώνυμα – Αντώνυμα
γράφει η Άννα-Μαρία Φουντουλάκη,
Φιλόλογος-Γλωσσολόγος
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ
Ορισμός / Σημασία του καλύτερος |
καλύτερος: πιο καλός, που υπερτερεί, που υπερέχει, που είναι πιο ευχάριστος, που είναι σε πιο καλή κατάσταση (συγκριτικά με κάτι ή κάποιον άλλο)
Πρόκειται για τον συγκριτικό βαθμό του επιθέτου καλός (περισσότερα για τη σημασία και τα περιβάλλοντα χρήσης της λέξης βλ. καλός)
Ετυμολογία του καλύτερος |
καλύτερος (μεσαιωνικό) < καλ(ός) + -ύτερος κατά τα επίθετα -ύς
Το επίθετο καλύτερος προέρχεται από το δευτερόκλιτο επίθετο καλός (για ετυμολογία βλ. καλός) και την κατάληξη -ύτερος ακολουθώντας τον σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων βαθύς, ευρύς, παχύς, ταχύς, οξύς. Το καλός δεν έχει το -υ- στην κατάληξή του, σχηματίζεται όμως κατά αναλογία προς τα παραπάνω.
Γραμματική αναγνώριση της λέξης καλός |
Μέρος του λόγου: επίθετο
Κλίση: επίθετα σε -ος, -η, -ο
Γένος: αρσενικό
Αριθμός: ενικός
Πτώση: ονομαστική
Βαθμός: συγκριτικός
Κλίση του καλύτερος, -ή, -ό (Συγκριτικός βαθμός) |
|||
Ενικός Αριθμός | |||
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | καλύτερος | καλύτερη | καλύτερο |
Γενική | καλύτερου | καλύτερης | καλύτερου |
Αιτιατική | καλύτερο | καλύτερη | καλύτερο |
Κλητική | καλύτερε | καλύτερη | καλύτερο |
Πληθυντικός Αριθμός | |||
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | καλύτεροι | καλύτερες | καλύτερα |
Γενική | καλύτερων | καλύτερων | καλύτερων |
Αιτιατική | καλύτερους | καλύτερες | καλύτερα |
Κλητική | καλύτεροι | καλύτερες | καλύτερα |
Συνώνυμα του καλύτερος |
προτιμότερος, υπέρτερος, ανώτερος, υψηλότερος, ισχυρότερος, ικανότερος, κρείττων/κρείσσων (αρχαιοπρεπές), ευνοϊκότερος, ευμενέστερος, χρησιμότερος, καταλληλότερος, σωστότερος, ηθικότερος, εντιμότερος, ομορφότερος, ωραιότερος, βελτιωμένος
Αντώνυμα (αντίθετα) του καλύτερος |
χειρότερος, υποδεέστερος, χαμηλότερος, κατώτερος, ασθενέστερος, επιβλαβέστερος, δυσκολότερος, δυσμενέστερος, επιδεινωμένος
ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ
Ορισμός / Σημασία του ο καλύτερος |
ο καλύτερος: ο πιο καλός (από όλους), που διακρίνεται, που ξεχωρίζει από το σύνολο, που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο σε ποιότητα, σε αξία, σε επίδοση
Πρόκειται για τον υπερθετικό βαθμό του επιθέτου καλός (περισσότερα για τη σημασία και τα περιβάλλοντα χρήσης της λέξης βλ. καλός)
Κλίση του ο καλύτερος, -ή, -ό (Υπερθετικός βαθμός) |
|||
Ενικός Αριθμός | |||
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | ο καλύτερος | η καλύτερη | το καλύτερο |
Γενική | του καλύτερου | της καλύτερης | του καλύτερου |
Αιτιατική | τον καλύτερο | την καλύτερη | το καλύτερο |
Κλητική | καλύτερε | καλύτερη | καλύτερο |
Πληθυντικός Αριθμός | |||
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | οι καλύτεροι | οι καλύτερες | τα καλύτερα |
Γενική | των καλύτερων | των καλύτερων | των καλύτερων |
Αιτιατική | τους καλύτερους | τις καλύτερες | τα καλύτερα |
Κλητική | καλύτεροι | καλύτερες | καλύτερα |
Συνώνυμα του ο καλύτερος |
άριστος, βέλτιστος, κάλλιστος, ξεχωριστός, άρτιος, κορυφαίος, ιδανικός, ιδεώδης, απόλυτος, υπέρτατος, άψογος, τέλειος, πλήρης, εντελής (λόγιο), ακέραιος, υποδειγματικός
Αντώνυμα (αντίθετα) του ο καλύτερος |
χείριστος, κάκιστος, άχρηστος
Προσοχή! Ο μονολεκτικός τύπος καλύτερος, όπως και ο ισοδύναμός του περιφραστικός τύπος πιο καλός, χρησιμοποιούνται για τον σχηματισμό του συγκριτικού και του υπερθετικού βαθμού του επιθέτου καλός. Όμως, στην πρώτη περίπτωση απαντά χωρίς άρθρο (π.χ. Είμαι καλύτερος/πιο καλός στο σκάκι από τον Γιώργο), ενώ στη δεύτερη με οριστικό άρθρο (π.χ. Είμαι ο καλύτερος/ο πιο καλός στο σκάκι στην τάξη).
Δείτε ακόμα:
Καλύτερα ή Καλλίτερα ή Καλήτερα;
Πηγές:
el.wiktionary.org
greek-language.gr
Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
Κατηγορία: ΓΛΩΣΣΙΚΑ