Καλός | Ορισμός – Ετυμολογία – Γραμματική αναγνώριση – Κλίση – Συνώνυμα – Αντώνυμα
γράφει η Άννα-Μαρία Φουντουλάκη,
Φιλόλογος-Γλωσσολόγος
Ορισμός / Σημασία του καλός |
- που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, καλοσύνη, συναισθήματα αγάπης και φιλίας, που βοηθάει και υποστηρίζει όσους έχουν ανάγκη, φιλικός, εγκάρδιος
- καλό παιδί, καλός άνθρωπος, καλός φίλος
- Έχει καλές προθέσεις.
- Όλοι οι καλοί χωράνε!
- που έχει γνώσεις και προσόντα, καταρτισμένος, κατάλληλος και αποτελεσματικός σε μία εργασία ή δραστηριότητα, που ξεχωρίζει, που διακρίνεται από τους υπόλοιπους, ικανός, παραγωγικός, επιδέξιος
- καλός επιστήμονας, μαθητής, ηθοποιός, δημοσιογράφος
- Είναι καλός στον στίβο.
- ευνοϊκός, ωφέλιμος, κατάλληλος
- καλά νέα, καλός οιωνός
- Τέλος καλό, όλα καλά!
- Σε πήρε με καλό μάτι.
- Πήγαινε μία εκδρομή, θα σου κάνει καλό.
- Είναι καλή εποχή για κλάδεμα.
- που προκαλεί ευχαρίστηση, που ικανοποιεί τις προσδοκίες
- καλό βιβλίο, καλή δουλειά, καλό αμάξι
- που συμφέρει, που αποφέρει κέρδος
- σε καλή τιμή
- Καλή ευκαιρία, μην τη χάσεις!
- όμορφος, ωραίος, που σχετίζεται με το κάλλος
- Σχολή Καλών Τεχνών
- Πώς με βρίσκεις, καλή;
- που ακολουθεί τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, σύμφωνος με τις ηθικές αρχές, ευπρεπής, ηθικός, ενάρετος
- καλοί τρόποι, καλή διαγωγή
- άνθρωποι της καλής κοινωνίας
- Τα καλά παιδιά γυρίζουν νωρίς στο σπίτι.
- Δίνω το καλό παράδειγμα.
- σε φράσεις με ευχετικό περιεχόμενο ή ως πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνουν την ιδιότητα του καλού
- καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα, καλό ταξίδι, καλή όρεξη, καλά Χριστούγεννα
- καλοκάγαθος, καλοστεκούμενος, καλότυχος
- ως ουσιαστικό, το πρόσωπο που αγαπάει κάποιος, αλλά και ειρωνικά (κατ΄ ευφημισμό) για να δηλωθεί αντιπάθεια
- Ήρθε ο καλός μου.
- Ό,τι πεις καλή μου!, Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου!
- Να πεις στην καλή σου να μην ανακατεύεται!
Ετυμολογία του καλός |
καλός < καλFός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)
Γραμματική αναγνώριση του καλός |
Μέρος του λόγου: επίθετο
Κλίση: επίθετα σε -ος, -η, -ο
Γένος: αρσενικό
Αριθμός: ενικός
Πτώση: ονομαστική
Βαθμός: θετικός
Κλίση επιθέτου καλός, -ή, -ό | |||
Ενικός Αριθμός | |||
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | ο καλός | η καλή | το καλό |
Γενική | του καλού | της καλής | του καλού |
Αιτιατική | τον καλό | την καλή | το καλό |
Κλητική | καλέ | καλή | καλό |
Πληθυντικός Αριθμός | |||
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
Ονομαστική | οι καλοί | οι καλές | τα καλά |
Γενική | των καλών | των καλών | των καλών |
Αιτιατική | τους καλούς | τις καλές | τα καλά |
Κλητική | καλοί | καλές | καλά |
Συνώνυμα του καλός |
φιλικός, εγκάρδιος, συμπαθής, αθώος, αγαθός, ευήθης, άκακος, αβλαβής, ακίνδυνος, έντιμος, χρηστός, ευπρεπής, ηθικός, τίμιος, ενάρετος, ευγενής, θετικός, παραγωγικός, ικανός, επιδέξιος, άξιος, ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, επωφελής, ευεργετικός, κατάλληλος, έμπειρος, σωστός, εύστοχος, επιτυχημένος, βολικός, συμφέρων, ικανοποιητικός, ποιοτικός, αποδεκτός, ευχάριστος, όμορφος, εύμορφος, ωραίος
Αντώνυμα (αντίθετα) του καλός |
κακός, αγενής, απρεπής, κακεντρεχής, κακοπροαίρετος, διαβολικός, μοχθηρός, επιτήδειος, κακούργος, ύπουλος, πανούργος, πονηρός, ραδιούργος, δολοπλόκος, μηχανορράφος, δόλιος, επίβουλος, αρνητικός, δυσάρεστος, αδέξιος, ανίκανος, ακατάλληλος, αναποτελεσματικός, ανάξιος, άστοχος, ανώφελος, επιβλαβής, βλαβερός, βλαπτικός, ζημιογόνος, επιζήμιος, καταστροφικός, επώδυνος, δυσμενής, δυσχερής, εσφαλμένος, λανθασμένος, άσχημος, δύσμορφος
Πηγές:
el.wiktionary.org
greek-language.gr
Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
Μπαμπινιώτης, Γ. (2011). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
Δείτε ακόμα:
Καλύτερα ή Καλλίτερα ή Καλήτερα;
Κατηγορία: ΓΛΩΣΣΙΚΑ