Η επανάσταση του 1821 μέσα από τα μάτια της ζωγραφικής
γράφει ο Ευάγγελος Γκουντρουμπής,
Η ελληνική επανάσταση του 1821 αποτελεί ένα σημαντικό σημείο στην ιστορία του ελληνικού κράτους, η επέτειός της εορτάζεται κατά το τρέχον έτος. Η τέχνη αποτελεί, όσο και αν φαίνεται περίεργο κάποιες φορές, ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο. Ενδιαφέρουσα θα αποτελούσε η προσέγγιση της τέχνης, όπως αυτή εντυπώθηκε σε κείμενα και σε έργα εκείνης της εποχής, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η περίοδος εκείνη χαρακτηριζόταν από έργα που έφεραν συγκεκριμένη ταυτότητα καθορισμένη από τα όσα λάμβαναν χώρα σε κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο. Η μεταβυζαντινή και λαϊκή τέχνη κατείχαν σημαντική θέση στον ελλαδικό χώρο, χωρίς βέβαια να ισχύει κάτι τέτοιο για τα Επτάνησα, τα οποία αποτελούσαν εξαίρεση σε αυτή τη συνθήκη. Η θρησκευτική ζωγραφική αποτελεί ένα από τα καίρια σημεία της τέχνης, η οποία συνεχίζεται μέσω των φορητών και χάρτινων εικόνων, όπως συνέβαινε την προηγούμενη περίοδο. Οι τελευταίες αφορούν ποικίλες απεικονίσεις, όπως είναι για παράδειγμα τα μοναστήρια, οι άγιοι ή άλλες σκηνές με θρησκευτικό περιεχόμενο. Αντίθετα, στα Επτάνησα δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη λιθογλυπτική, για την οποία υπάρχει μακραίωνη παράδοση. Παράλληλα σε αυτές τις περιοχές χρησιμοποιείται και η γλυπτική σε ξύλο. Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι τα θέματα που χρησιμοποιούνται για καθεμία από τις δύο τεχνικές διαφέρουν. Τα θέματα της μεν πρώτης τεχνικής έχουν έντονες επιρροές από την Ανατολή και τη Δύση, ενώ της δεύτερης αφορμίζονται από την αρχαία Ελλάδα.
Στον αντίποδα αυτών των τεχνικών και των θεμάτων βρίσκεται η τέχνη που υφίσταται κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Τα θεματικά μοτίβα προσαρμόζονται στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ η τέχνη της εποχής αυτής αποτελεί ιστορικό τεκμήριο, εφόσον οι αναπαραστάσεις οι ίδιες ενέχουν το ρόλο της εικονογραφικής μαρτυρίας. Οι ζωγράφοι της εποχής ανέλαβαν δράση, ώστε να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για ένα νέο «είδος» ζωγραφικής, της ιστορικής ζωγραφικής. Η ιστορική ζωγραφική θα αποτελούσε σημαντικό αρωγό για την αποτύπωση ιστορικών γεγονότων, όπως είναι αυτά που οδήγησαν στη συγκρότηση του κράτους.
Τα εικαστικά έργα που φιλοτεχνήθηκαν έως και το 1840 λογίζονται και ως ιστορικά τεκμήρια, λόγω του σύνθετου της «ταυτότητάς» τους. Αφενός μεν αποτέλεσαν εικαστικά έργα, τα οποία οι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από τα σύγχρονα σε εκείνους ιστορικά γεγονότα. Αφετέρου δε τα έργα αυτά αποτελούν μία ιστορική μαρτυρία, καθώς διακρίνονται από βιωματικά στοιχεία, τα οποία βέβαια σχετίζονται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα. Παρατηρείται στα έργα της εποχής ο συνδυασμός της εικόνας με κάποιο κείμενο, το οποίο προσέδιδε στο έργο έναν ισχυρό επικοινωνιακό χαρακτήρα με αντίκτυπο τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο. Άλλα στοιχεία που παρατίθενται ευδιακρίτως από τα έργα αφορούν στο ισχύων θεσμικό και ιστορικό καθεστώς της εποχής.
Οι καλλιτέχνες κατέθεταν στα έργα τους την προσωπική τους άποψη σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα. Η απεικόνιση των μαχών προσέδιδε αξία στους νικητές των μαχών, καθώς μέσα από τα εικαστικά έργα αναδεικνύονταν τα προτερήματά τους, σε αντίθεση με τους ηττημένους της μάχης. Οι ήρωες παρουσιάζονται είτε ως έφιπποι είτε ως πεζοί με λίγα διακριτά στοιχεία, που στηρίχτηκαν σε αφηγήσεις και αναμνήσεις ορισμένων στρατηγών. Τα εικαστικά έργα σε πολλές περιπτώσεις ήταν μνημειακών διαστάσεων, το ύφος τους ήταν τελετουργικό, όπως καθίσταται και στο στυλ του ακαδημαϊκού ρομαντισμού. Σημαντικό αποτελεί το γεγονός ότι όσοι συμμετείχαν στην επανάσταση ήταν και εκείνοι οι οποίοι ασχολήθηκαν με την αποτύπωση των γεγονότων και των προσώπων που συμμετείχαν μέσω της εικαστικής τέχνης. Τέτοια άτομα είναι ο Μακρυγιάννης, ο Krazeisen, ο Hess, ο Ιατρίδης και άλλοι.
Ο Λουδοβίκος Α’ (πατέρας του Όθωνα) ήταν γνωστός στη Ευρώπη για τη αγάπη του προς τη Ελλάδα και για την ελληνική τέχνη. Η διάδοση του κλασικισμού στο Μόναχο και στην Αθήνα οφείλεται στον Λουδοβίκο Α’. Ο τελευταίος ανέλαβε πρωτοβουλία και απέστειλε τον αξιωματικό του βαυαρικού στρατού Karl Krazeisen, για να πολεμήσει για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ο Krazeisen ανέλαβε να σχεδιάσει μεταξύ του 1826 και 1827 τα πορτραίτα φυσιογνωμιών, που είχαν σημαίνουσα θέση στην ίδια την επανάσταση, αλλά και στην τότε κοινωνία. Σχεδίασε τα πορτρέτα αγωνιστών, προεστών, λογίων και φιλελλήνων χρησιμοποιώντας μολύβι και χαρτί, σε μικρές διαστάσεις. Επίσης, επιδόθηκε στο σχεδιασμό πολεμικών σκηνών, τοπίων και τοπικών φορεσιών – ενδυμασιών. Τα πρότυπα σχέδια φυλάσσονται στη εθνική πινακοθήκη. Αργότερα αυτά τα σχέδια λιθογραφίθηκαν στη Γερμανία, ενώ εκδόθηκαν και σε λεύκωμα υπό τον τίτλο «Προσωπογραφίες των διασημότερων Ελλήνων και Φιλελλήνων μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες. Σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Karl Krazeisen». Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μεγέθυνση των αρχικών σχεδίων των πορτρέτων των αγωνιστών εκπέμπουν ένα διαφορετικό ήθος από αυτό που ίσχυε στην πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει λόγω της απόδοσης των μορφών τους, δηλαδή η στάση τους είναι μεν ηρωική επίσημη δε, η αρματωσιά και η στολή των αγωνιστών αποδίδονται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, η οποία μαρτυρά κάποτε και το ηρωικό της δράσης των ηρώων.
Αργότερα ο λοχαγός Ευγένιος Πεϋτιέ, μέλος της επίσημης γαλλικής αποστολής για το 1829, επιχείρησε να αποτυπώσει σε σχέδια και υδατογραφίες στρατιωτικά θέματα, όπως και τα πρόσωπα της Επανάστασης. Τα δικά του έργα φαίνεται να αποτελούν σημαντικές πρωτότυπες μαρτυρίες. Ο Πεϋτιέ, ως επιστήμων και παρατηρητής, απέδωσε τις μορφές και τις καταστάσεις με τρόπο τέτοιο που προσιδίαζαν στην πραγματικότητα. Ο Πεϋτιέ ήταν εκείνος ο «καλλιτέχνης» στον οποίο σήμερα οφείλεται η αποτύπωση έντονα εκφραστικών φιγούρων του Ελληνικού Αγώνα, όπως είναι για παράδειγμα του Κανάρη, του Κολοκοτρώνη, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Ιμπραήμ.
Σε αυτό το σημείο πλέον και μετά την παρουσίαση της δουλειάς του Ευγένιου Πευτιε και του C. Kranzeisen μπορεί να παρατηρηθεί ότι τα εικαστικά έργα που σώζονται από εκείνη την εποχή δεν ανταποκρίνονται πάντοτε εξ’ ολοκλήρου στην ιστορική πραγματικότητα. Η μεταφορά των πρωτότυπων εικαστικών έργων σε άλλη μορφή (λιθογραφία και λευκώματα), αποτελεί την κύρια αιτία για την παραμόρφωση των λεπτομερειών των πρωτότυπων έργων. Το ζήτημα μπορεί να επιλυθεί μόνο με την συμβολή εξειδικευμένων λιθογράφων. Σε κάθε περίπτωση η ακριβής μεταφορά των έργων δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Όπως αναφέρει και ο Πρεβελάκης «οι λιθογραφίες του Μονάχου έχουν ψιμυωσει τα αρχικά σχέδια». Παράλληλα οι προσωπογραφίες απέκτησαν ένα «ηρωικό» χαρακτήρα με τις λιθογραφίες και τις γραφιστικές υπερβολές. Έτσι, συμπεραίνεται ότι τα σχέδια απομακρύνονται από τον τρυφερό αισθησιασμό του ρομαντικού σχεδίου.
Αργότερα ο Αθανάσιος Ιατρίδης, σχεδίασε τα έργα του με προοπτική, όπως και οι δυτικοί. Ο Ιατρίδης εφάρμοσε τις γνώσεις του για την απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών στα έργα του, έχοντας παράλληλα τον απόλυτο έλεγχο στην απόδοση του χώρου. Με το έργο του, και συγκεκριμένα με τις τέσσερις σωζόμενες μελανογραφίες, οι οποίες φιλοξενούνται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, αναφέρεται στον επώνυμο ήρωα. Σε αυτές τις μελανογραφίες ο πρωταγωνιστής είναι ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος αποτελεί μία από τις περισσότερο γνωστές μορφές του Ελληνικού Αγώνα. Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στον ηρωικό και πρόωρο θάνατό του, ο οποίος περιβάλλεται από μία ρομαντική αίγλη, η οποία ενισχύθηκε από την σχετική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, όπως και από τα ευρωπαϊκά ζωγραφικά και χαρακτικά έργα.
Ο Ιατρίδης πραγματεύεται στο έργο του τα διάφορα θέματα με ρεαλισμό, χρησιμοποιεί λαϊκό ύφος, αν και διαθέτει και κάποια χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής και θρησκευτικής ζωγραφικής. Δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο νοηματικό περιεχόμενο και δη στο συλλογικό αίσθημα που κυριαρχεί εκείνη την περίοδο και αποδίδεται μέσω της σκηνών, στις οποίες συμμετέχουν και οι σύντροφοι του Μάρκου Μπότσαρη ως συμπρωταγωνιστές, επιφορτίζοντας συγκινησιακά τη σκηνή. Οι σκηνές από το έργο του Αθανάσιου Ιατρίδη συνδυάζει το αφηγηματικό στοιχείο με το διδακτικό τόνο, και φαίνεται να προοριζόταν για λιθογραφική παραγωγή, ώστε να είναι προσβάσιμο από το ευρύ ευρωπαϊκό κοινό.
Ο αγιογράφος και αγωνιστής Παναγιώτης Ζωγράφος επιχείρησε την εικονογραφία του Αγώνα, η οποία αποτυπώνεται ως «καρπός σκέψης και στοχασμού του στρατηγού Μακρυγιάννη». Ο Ζωγράφος από το 1836 έως και το 1839 με τη βοήθεια των δύο υιών του ξεκίνησε και ολοκλήρωσε το έργο του. το έργο του χαρακτηρίστηκε ως «πολιτική πράξη», καθόσον είναι επιφορτισμένο με πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά νοήματα, τα οποία πρωτοστατούσαν εκείνη την περίοδο. Ο Μακρυγιάννης φαίνεται να θέλει διακαώς να κοινωνήσει μέσω της τέχνης τα όσα συμβαίνουν και να τα αφήσει ως παρακαταθήκη, εφόσον είναι πεπεισμένος ότι εκείνος μόνο μπορεί να καταθέσει τη δική του εκδοχή, η οποία είναι και μόνο σωστή. Ο Μακρυγιάννης μέσω της παρουσίασης της δικής του εκδοχής θεωρούσε ότι θα μπορούσε να διαδώσει την αξιοσύνη των αγωνιστών και την προσφορά τους στην Πατρίδα, αλλά και να κοινωνήσει το ρόλο τους στην απελευθέρωση της Ελλάδας.
Σημαντικό στοιχείο για τον Μακρυγιάννη αποτελεί το γεγονός της προώθησης του αφηγηματικού χαρακτήρα της γλώσσας, που ενισχύεται από εικόνες οι οποίες είναι ικανές να «εξιστορήσουν» τα γεγονότα, όπως ακριβώς συνέβησαν και οδήγησαν στην απελευθέρωση. Η σύνθεση των εικόνων με τον Μακρυγιάννη και τα απομνημονεύματα δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη μελέτη τους, προκαλώντας το ενδιαφέρον πολλών συγγραφέων, ιστορικών όπως και τεχνοκριτικών. Ο «ζωγράφος του Μακρυγιάννη» είναι για τη ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα ότι και ο Θεόφιλος για τον 20ο αιώνα. Επίσης, στόχος του ήταν το έργο να φτάσει στους ευρωπαίους, για τους οποίους είχαν προβλεφθεί υδατογραφήματα τεσσάρων σειρών, τα οποία προοριζόταν για τον Όθωνα, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Στο έργο του Δημήτριου Ζωγράφου κυριαρχούν εκφραστικοί τρόποι και τύποι προερχόμενοι από την Ανατολή, τη Δύση, τη βυζαντινή, τη λόγια τέχνη, τη λαϊκή τέχνη, ενώ στο έργο του παρατηρούνται και κάποια ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά.
Η ζωγραφική τέχνη σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης φαίνεται να αποτελεί ένα σημείο «επικοινωνίας» και διαχείρισης των σχέσεων μεταξύ του ελληνικού και άλλων λαών. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η αποτύπωση του Αγώνα σε έναν εικονογραφικό κύκλο από τον Peter von Hess. O Hess πριν την άφιξη του στη Ελλάδα είχε εγκατασταθεί στο Μόναχο, εκεί του ζητήθηκε από τον Λουδοβίκο Α’ να εικονογραφήσει τη στοά του κήπου του Μονάχου με σκηνές από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Ήδη είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με ελληνικά θέματα, αν και σημαντικό ρόλο για τις καλλιτεχνικές τους συνθέσεις ενείχαν οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από την Ελλάδα. Ο Hess αποτύπωσε σκηνές του Αγώνα μέσα από 39 σκηνές και με προσχέδια για τοιχογραφίες. Ο καλλιτέχνης φαίνεται να καθιερώνεται ως ζωγράφος αποτύπωσης πολεμικών συρράξεων. Η αποτύπωση των σκηνών φέρει αρκετά στοιχεία της ρομαντικής ζωγραφικής, που εκείνη την περίοδο κυριαρχεί στη Γερμανία. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι ο ζωγράφος προτιμά τις παραστατικές σκηνές, επιμένει στην αποτύπωση των όσων διαδραματίζονται πράγμα το οποίο συνεργεί και στην εκφραστική αμεσότητα των έργων του.
Η τέχνη του Hess μπορεί να θεωρηθεί ως μια πιστή απόδοση των λεπτομερών, είχε μια τάση να παρουσιάζει τις μορφές με ένα ιδεαλιστικό τρόπο. Προσπαθούσε να αποδώσει την εσωτερική ευγένεια των προσώπων που παρουσιάζονταν στα εικαστικά του έργα. Δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χρωματική απόδοση και όχι τόσο στη μορφή η οποία απεικονίζεται. Η σκηνοθεσία που επιλέγει μοιάζει σχεδόν κινηματογραφική, καθώς προσπαθεί με κάθε τρόπο να εικονίσει την κίνηση και δράση των ηρώων του. Επίσης, ακόμη και στις περιπτώσεις που Hess δεν κατάφερε να γνωρίσει από κοντά τους ήρωες του 1821, προσπάθησε να στηριχθεί στις περίγραφες του λαού, ώστε να καταφέρει να αποδώσει όσο πιο πιστά τις απεικονίσεις. Αν και σεβάστηκε στα έργα του τις λαϊκές διηγήσεις, τις συνδύασε με τις ρομαντικές πεποιθήσεις του σε σχέση με την τέχνη, οι οποίες τον χαρακτήριζαν.
Η τέχνη και δη η εικαστική τέχνη, μέσω της αποτύπωσης εικόνων, παραστατικών τμημάτων της πραγματικότητας, ή και όχι σε κάποιες περιπτώσεις, καλύπτει ανάγκες και σκοπιμότητες αντικειμενικές ή συγκυριακές. Η τέχνη αποτέλεσε ένα μέσο για την προβολή συμβολικών, ιδεολογικών, ηθικών και παιδευτικών ιδεών. Ο χρονικογράφος επηρεασμένος από τις παραμέτρους που ισχύουν στην εποχή, όπως είναι για παράδειγμα ο ρομαντισμός, η εξιδανίκευση, η τάση για συμβολική και υπερ-χρονική απόδοση των έργων, η επιδίωξη της επίτευξης σύνδεσης μεταξύ του σύγχρονου και διαχρονικού του έργου, στοχεύει στην επικοινωνιακή δυναμική των έργων του. Τα έργα αποτελούν μία «ζωντανή» μαρτυρία για την αφήγηση ιστορικών γεγονότων σε ένα πλαίσιο το οποίο οριοθετείτε από συγκεκριμένες πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αντιλήψεις.
Κατηγορία: ΑΡΘΡΑ