«Ο θεσμός της προίκας στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο & 20ο αιώνα» του Ευάγγελου Γκουντρουμπή
γράφει ο Ευάγγελος Γκουντρουμπής,
Στοιχεία επικοινωνίας: gkount.vaggelis@gmail.com
Ο θεσμός της προίκας στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο & 20ο αιώνα
Η προέλευση του θεσμού της προίκας και τα χαρακτηριστικά του
Η λέξη «προίκα» πολλές φορές χρησιμοποιείται στον προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις. Η ετοιμολογία της λέξης είναι άγνωστη ή γνωστή σε λιγοστούς: <προιξ: από το ρήμα προΐσομαι, προΐκτης <προ+ριζ siq προΐσσομαι: τείνω το χέρι, στα λατινικά dos παράγεται από το ρήμα δίδονται. Ο θεσμός της προίκας είναι ιστορικά προσδιορισμένος και στενά συναρτώμενος με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής.
Η προικοδοσία, λογίζεται ότι είναι ένας σύνθετος θεσμός ως προς τη φύση, το περιεχόμενό της, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από τους ίδιους τους μελετητές και η οπτική με την οποία κρίθηκε. Μερικές από τις θεωρήσεις σχετικά με τη προικοδοσία είναι ότι αποτελεί ένα είδος επιμεριζόμενης κληρονομιάς. Άλλοι την λογίζουν ως ένα είδος ανταλλάγματος της γυναίκας για την περιορισμένη γυναικεία εργασία που πρόσφερε και άλλοι την θεωρούν ως ένα είδος ανταλλαγής μεταξύ ομάδων. Ο θεσμός της προίκας στο ελλαδικό χώρο εμφανίζεται κατά την ομηρική εποχή και συνεχίζει να υφίσταται μέσα στα δίκαια διάφορων εποχών. Ο θεσμός, όμως, που ισχύει στην σύγχρονη Ελλάδα έχει υιοθετηθεί από το ρωμαϊκό δίκαιο που ίσχυε στο Βυζάντιο μετά την τουρκοκρατία και εν τέλει μετά το 1821 στο απελευθερωμένο πλέον κράτος. Ο νομοθέτης μέσω του σύγχρονου αστικού κώδικα τροποποίησε το περιεχόμενο και την αποστολή του θεσμού της προίκας.
Σύμφωνα με τον Goody, ο οποίος δημιούργησε μια σφαιρική μελέτη σχετικά με το θεσμό της προίκας, αναφέρει ο ίδιος στη μελέτη του, ότι η προίκα έχει οικονομική λειτουργία και σχετίζεται με την εξαγορά την νύφης. Η προίκα, αποτελεί τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Οι κύριοι λόγοι που εδραίωσαν την προίκα ως υποχρεωτική ήταν οικονομικοί, καθώς και κοινωνικοί. Εκτός από τα φυσικά προσόντα που κατείχε μία νύφη, σημαντικό ρόλο ενείχε και το μέγεθος της προίκας, ώστε ένα ζευγάρι να οδηγηθεί στο μυστήριο του γάμου. Η προίκα στην πραγματικότητα αποτελεί ένα συμβόλαιο, το οποίο είναι απαραίτητο έγγραφο για την τέλεση ενός γάμου. Η διαδικασία που ακολουθούνταν για τη σύναψη του προικοσύμφωνου ήταν λογιστικής – κανονιστικής φύσεως, δεν υπήρχε σημασία αν οι μέλλοντες σύζυγοι είχαν αναπτύξει συναισθήματα για τη λήψη της απόφασης του γάμου. Οι γονείς των κοριτσιών είχαν ως στόχο ήδη από μικρή ηλικία και μέχρι τη στιγμή του γάμου του παιδιού τους να συγκεντρώσουν όση περισσότερη προίκα μπορούσαν. Ως προίκα θεωρούνταν τα ρούχα, αλλά οι ποιο εύπορες οικογένειες έδιναν και κοσμήματα, κτήματα, ζώα και κατοικίες.
Τα προικοσύμφωνα χωριζόταν σε δυο κατηγορίες. Αρχικά ήταν το προικοσύμφωνο το οποίο αποτελούσε τη συμφωνία της προίκας μεταξύ του υποψήφιου συζύγου και της οικογένειάς του με την οικογένεια της νύφης. Το δεύτερο έγγραφο ήταν εκείνο το οποίο υπογραφόταν με την παραλαβή της προίκας από τον γαμπρό. Ως προς την δομή του προικοσύμφωνου ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό. Ξεκινούν συνήθως με ημερομηνία σύνταξης και ακολουθεί επίκληση στο θεό. Ενδεικτικά:
«Διὰ πρεσβειῶν καὶ ἱκεσιῶν τῆς πανυπερευλογημένης ἐνδόξου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἁγνοῦ παρθένου Μαρίας, τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, τοῦ ἁγίου μάρτυρος Προκοπίου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἀμήν». Επειτα ακολουθει μια λεπτομερης καταγραφη καθως και περιγραφη των αντικειμενων που θα δινοταν στη προικα.»
Τα έθιμα σχετικά με τη προίκα ανά περιοχή στο ελλαδικό χώρο διαφέρουν. Ενδεικτικά σε κάποιες περιοχές λίγες ημέρες πριν τον γάμο, η νύφη και οι υπόλοιπες γυναίκες ετοίμαζαν, έπλεναν, σιδέρωναν και παρουσίαζαν σε διάφορους χώρους τα προικιά, όταν αυτά ήταν ρούχα, διάφορα υφάσματα, τραπεζομάντιλά κλπ. Από το σπίτι περνούσαν οι γυναίκες της περιοχής, ώστε να δουν τα προικιά και να τα θαυμάσουν, καθώς και να σχολιάσουν αν αυτή η νύφη είναι πλούσια ή φτωχή. Έπειτα δύο μέρες πριν τον γάμο οι φίλες της νύφης έπαιρναν τα προικιά και τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού.
Η βελτίωση της κοινωνικής θέσης μέσω του γάμου
Από την παραδοσιακή ανθρωπολογική σκοπιά αναφέρεται ότι ο γάμος πρέπει να συνδυάζεται με τη μεταβίβαση της περιουσίας. Τα προικοδοτικα συστήματα τα οποία υπήρχαν στο ελλαδικό χώρο και στην Κύπρο θέλουν το αντρόγυνο να έχει ισότητα προς την κατάσταση της υγείας, την οικονομική δύναμη και την ηθική αξία. Η κοινωνική κινητικότητα βρίσκει πεδίο ανάπτυξης στις εμπορικές δραστηριότητες. Η μεταβίβαση της περιουσίας ή με άλλα λόγια η προικοδοσία έχει ως αποτέλεσμα να είναι ένα θεσμός ο οποίος να υποβοηθά ενα διαστρωματομενο και ταξικά ετερογενή κοινωνικό κατεστημένο. Αυτή η άποψη έως ένα σημείο ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα.
Κάθε κοινωνικό σύνολο μέσα του έχει διαφορετικές ομάδες (τάξεις) ανθρώπων οι οποίες ασκούν ενδογαμία μεταξύ τους. Από την άλλη οπτική, εάν η επιμεριζόμενη μεταβίβαση συγκροτεί μια εκδοχή ενός διαφορετικού κοινωνικού συστήματος και συνάμα να μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα να κερδίζει ένα δυναμισμό. Άρα, μία συντηρητική εικόνα του θεσμού του γάμου τον απογυμνώνει από όποιο πολιτικό νόημα το οποίο μπορεί να έχει και να αποτιμάται ως ένα μέσο συντήρησης του κοινωνικής εικόνας και των εισοδηματικών πηγών και όχι όπως θα νομίζαμε ως τον αρωγό για την βελτίωσή της προσωπικής τύχης του κάθε ανθρώπου.
Συμπερασματικά, κατανοούμε ότι η προίκα στον ελλαδικό χώρο λειτουργεί σαν μέσο κοινοτικής κινητικότητας προς τα πάνω και περισσότερο για το γυναίκειο φύλο. Για τον άνδρα από την άλλη λειτουργεί ως μέσο αύξησης της οικονομικής του θέσης. Στη Ευρώπη την ιδιά περίοδο η προίκα βοηθούσε κυρίως να γίνουν γάμοι ανάμεσα σε ίδια κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, στη Ελλάδα η μεγάλη ζήτηση ανδρών για γάμο η οποία προέρχεται από την έντονη κοινωνική πίεση που υπήρχε για την γυναικά ώστε να παντρευτεί, γιατί θεωρείτο πως μόνο ως παντρεμένη είναι κοινωνικά επιτυχημένη. Ακόμη, η ελληνική κοινωνία δεν παρέχει πολλές επαγγελματικές ευκαιρίες στους νέους με αποτέλεσμα προίκα της συζύγου, είναι λύση σταδιοδρομίας για τον Άντρα. Συχνό φαινόμενο είναι η προίκα η οποία δίδεται στον άνδρα να υπερβαίνει κατά πολύ την περιουσία όπου κατέχει.
Νομικό πλαίσιο κατά τον 19ο αιώνα
Ένα δεδομένο που μελετήθηκε από τους μελετητές εκτενώς είναι το νομικό πλαίσιο του θεσμού της προίκας στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα. Τα είδη της προίκα τα οποία συναντάμε στη Ελλάδα είναι τρία. Αρχικά είναι η πατρική στην οποία η προίκα που δίδονταν στον άνδρα προερχόταν από πατερά ή τον παππού της νύφης, έπειτα είναι η απροσπόριστη προίκα η οποία προέρχονταν από την μητέρα ή την γιαγιά της γυναίκας αλλά θα μπορούσε να προέρχεται και από την ίδια την νύφη. Τέλος, η τρίτη μορφή της προίκας είναι η αναληπτέα η οποία είναι η προίκα που θα πρέπει να επιστραφεί στη οικογένεια της νύφης μετά την λήξη ενός γάμου είτε λόγω διαζυγίου είτε λόγω θανάτου της γυναίκας.
Ο μελετητές υπογραμμίζουν ότι η γυναικά αυτή την περίοδο είχε την κυριότητα της περιουσίας της και οι άνδρες είχαν το δικαίωμα της διαχείρισής της. Παράλληλα, μπορούσαν να πουλήσουν την προικώα περιουσία, αλλά αυτό γινόταν σε εξαιρετικές περιστάσεις καθώς και θα έπρεπε να δοθεί άδεια από την οικογένεια αλλά και την ίδια τη νύφη για να προβούν σε αυτό το εγχείρημα. Επίσης, μία γυναίκα η οποία είχε μεγάλο προικώο, είχε πολύ μεγάλη επιρροή και στη οικονομική ανωτερότητα στο κοινωνικό σύνολο σε αντίθεση με μια γυναίκα η οποία είχε μικρή προίκα.
Επιπλέον, αυτό που επικρατούσε στην νησιωτική Ελλάδα είναι ότι η γυναίκα θα μπορούσε να αποκτήσει επιπλέον προίκα ακόμα και μετα τον γάμο της μέσω διάφορων δωρεών αλλά και κληρονομιών. Η παραπάνω πρακτική ακολουθήθηκε τον 19ο – 20ο αιώνα εξαιτίας των διαφορετικών και ιδιαίτερων αλλαγών στη οικονομία και στη κοινωνία, όπου οι εκάστοτε αλλαγές επέτρεπαν την επένδυση σε ακίνητη περιουσία καθώς και σε διάφορα κοσμήματα, ρούχα και είδη σπιτιού. Επίσης, μετα το θάνατο του πάτερα, αυτό το οποίο επικρατούσε ήταν η μητέρα της γυναίκας να κληρονομήσει την πατρική εξουσία. Αν και πολλές φορές αυτό μπορούσε να συνδυαστεί και με τα αδέρφια της γυναίκας. Επίσης, στον αστικό κώδικα του 1945, ο πατέρας είχε ως χρέος να δώσει προίκα στη κόρη αντάξια της κοινωνικής θέσης και του ίδιου καθώς και του άνδρα με τον οποίο θα παντρευόταν η κόρη του. Επίσης, καθοριζόταν πως ο άνδρας δεν μπορούσε να πουλήσει την προίκα αν δεν πάρει την συγκατάθεση της οικογένεια της νύφης, όπως και δεν μπορούσε να την μεταβιβάσει σε άλλο συγγενικό του πρόσωπο, όπως για παράδειγμα να το χρησιμοποιήσει ως προίκα για την αδερφή του ή κάποια από τις αδερφές του. Καταλήγουμε, ότι η προίκα χρησιμοποιούνταν και ως μηχανισμός ανακούφισης από τα βάρη του γάμου.
Ο σύζυγος είχε την κυριότητα της κινητής περιουσίας ενώ κατείχε την επικαρπία της. Σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρεται ότι η οικογένεια μπορούσε με συμβολαιογράφο να επικυρώσει την πώληση της προίκας όταν αυτή ήταν ακίνητη. Παράλληλα ο άνδρας είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει είτε τα χρήματα από την προίκα που του δόθηκε είτε από την πώληση της ακίνητης περιουσίας, ώστε να τα διαθέσει για την αγορά διαφόρων αντικειμένων για το σπίτι και όχι για τον βιοπορισμό τους. Ωστόσο, αν πρόκυπτε ανάγκη, όπως για παράδειγμα αρρώστια κάποιου προσώπου της οικογένειας, μπορούσαν να τα διαθέσουν και εκεί τα χρήματα αλλά πάντα μετα από άδεια της συζύγου. Παράλληλα, ο άνδρας μετά τον θάνατο του πατέρα του είχε το δικαίωμα να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα του, καθώς και την προίκα που είχε στην διαθεσιμότητα του από την σύζυγο του, δηλαδή την μητέρα του. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε ότι ο γιος εκμεταλλεύεται δυο πηγές προίκας και της συζύγου του αλλά και αργότερα του πατέρα του.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η προίκα δεν μπορούσε να πουληθεί από τον σύζυγο αν δεν πάρει την έγκριση από την σύζυγο του καθώς και από την οικογένειά της. Μετά τη λύση του γάμου η προίκα γύριζε στη γυναίκα, διότι την θεωρούσαν ως οικονομικό στήριγμα για την γυναίκα για να μπορέσει να συντηρηθεί στη νέα της πλέον ζωή. Επιπλέον, η οικογένεια του γαμπρού δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί την προίκα της νύφης του αλλά μόνο τα έσοδα τα οποία προέρχονται από αυτή. Δηλαδή, τα έσοδα που θα μπορούσαν να προέλθουν για παράδειγμα από κάποια χωράφια να μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν.
Τέλος, ύστερα από την μελέτη των προικοσυμφώνων σε κάποιες περιοχές του ελλαδικού χώρου συμπεραίνεται πως δεν επιτρεπόταν ο γάμος μεταξύ συγγενών μέχρι 3ου βαθμού. Αυτό σύμβαινε για να μπορούσε η προίκα να κινείται μεταξύ διάφορων οικογενειών του τόπου. Επίσης, ο προικοδότης έπρεπε να αποζημιώσει το προικολήπτη σε περίπτωση που κάποιος συγκληρονόμος κάποιος ανήλικος την εποχή που γινόταν το συμβόλαιο αποφάσιζε να ζητήσει μερίδιο από τα εκχωρημένη προίκα, με αποτέλεσμα να συμπεραίνουμε τη άνιση μοιρασιά της προίκας υπερ. της γυναίκας. Πολλές φορές με την προικοδότηση ενός σπιτιού οι γονείς της νύφης ζητούσαν από το ανδρόγυνο εφ’ όρου ζωής να συγκατοικήσουν και να τους συντηρούν. Επίσης, με νομοθεσία της εποχής υπήρχε διάκριση της προίκας σε διατίμηνα και αδιατίμητα. Σε αυτή τη ρύθμιση ο άνδρας είχε το δικαίωμα να αποκτήσει όσα προικώα ζητούνταν κατά τη μεταβίβαση ως αδιατίμητα, με αποτέλεσμα να μπορέσει τα επιστρέψει αυτούσια σε ενδεχόμενο της επιστροφής της προίκας. Από την άλλη ως διατιμημένα, ίσχυε ο νομικός τύπος της πώλησης, όπου ο γαμπρός μπορούσε να αγοράσει ένα μέρος της προίκας και κρατούσε το τίμημα του στη προίκα.
Η εξέλιξη του θεσμού της προίκας
Ο θεσμός της προίκας, ωστόσο, δεν έμεινε αμετάβλητος στο πέρασμα των χρόνων. Μεταβλήθηκε συνακόλουθα με την ίδια την κοινωνία με τον εκσυγχρονισμό της και την αστικοποίηση και την προλεταριοση ενός μέρους του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου. Έτσι, ο θεσμός τον 20ο αιώνα άλλαξε σε σύγκριση με τον 19ο αιώνα.
O Peter Allen κατά την μελέτη του για το θεσμό της προίκας τον 20ο αιώνα εντοπίζει κάποιες διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τον 19ο αιώνα. Η Διαφοροποίηση του εγκαιτε στο γεγονός της αστικοποίησης και στη μείωση του πληθυσμού στις επαρχιακές περιοχές. Πλέον, ως προίκα δεν δίνονται ζώα και αγροτεμάχια. Αντικαταστάθηκαν με μεγάλα χρηματικά ποσά καθώς και με οικίες σε διάφορα αστικά κέντρα. Αυτό συνέβαινε ώστε η νύφη να μπορέσει να προσελκύσει γαμπρό από κάποια ανώτερη κοινωνική τάξη από ότι προέρχεται η ίδια ώστε να έχει ένα καλύτερο μέλλον. Ως αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι πλέον τα αγροτεμάχια να χάσουν την αξία τους σε σχέση με τον 19ο αιώνα αλλά και παλαιότερα. Επιπλέον, τη συγκεκριμένη εποχή παρατηρείται ένα είδος γυναικείας κληρονομιάς, καθώς η γυναίκα αφού είχε την κυριότητα της προίκας της στη συνέχεια την μεταβίβαζε στις κόρες της. Επίσης, ο γαμπρός χάνει την κυριότητα του, γιατί παλαιότερα συνηθιζόταν η νύφη να εγκαθίσταται στο πατρικό σπίτι του γαμπρού, πλέον μετά την αγορά του σπιτιού από τους γονείς της νύφης αναγκαζόταν να μένει με τους γονείς της νύφης.
Εξαετίας των οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών που συνέβησαν τον συγκεκριμένο αιώνα, πλέον οι άνθρωποι δεν κοιτούσαν το ήθος αλλά και γενικότερα από ποια οικογένεια προέρχεται η γυναίκα, αλλά αντίθετα υπολόγιζαν μονάχα αν μπορούν να τους διαθέσουν τα χρήματα τα οποία ήθελαν. Η εσωτερική μετανάστευση γίνεται όλο και πιο συχνό φαινόμενο λόγω της καλύτερης ζωής καθώς και την ευκολότερη εύρεση εργασίας και για αυτό τον λόγο αναζητούσαν οι γυναίκες, άνδρα από πόλη ο οποίος να κατέχει και οικία. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο γαμπρός δεν αγόραζε στη νύφη κοσμήματα γιατί η γυναίκα πλέον αγόραζε η ίδια ότι θεωρούσε θα είναι αναγκαίο για την εξωτερική της εμφάνιση.
Εντύπωση προκαλεί, επίσης, η παιδεία που έχει λάβει η γυναίκα αυτή τη περίοδο. Αν η γυναίκα έχει λάβει την βασική εκπαίδευση ή και πάρα πάνω οι γονείς δεν έδιναν υψηλή προίκα γιατί θεωρούσαν ότι έδωσαν τα χρήματα ώστε να μορφωθεί το παιδί τους. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί πως αν η κόρη λάβει την βασική εκπαίδευση και «καλό παντρευτεί» στη πόλη θα είναι σε θέσης να βοηθήσει και τα αδέρφια της όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου να εργαστούν καθώς και να παντρευτούν. Εντύπωση προκαλεί πως ενώ οι οικογένειές τον προηγούμενο αιώνα μάζευαν την προίκα από τα νεαρά χρονιά της κόρης πλέον πουλάνε την προίκα που είχαν μαζέψει για να μπορέσουν να χτίσουν ένα σπίτι στη πόλη ώστε να προσελκύσουν και πιο εύκολα τους γαμπρούς.
Μια ακόμη αλλαγή η οποία σημειώνεται είναι το γεγονός ότι μετα την επανάσταση 1821 οι υπεύθυνοι για τη σύνταξη των προικοσύμφωνων ήταν υπεύθυνες οι μητέρες των οικογενειών. Αυτό συνέβη γιατί κατά την επανάσταση χάθηκαν πολλοί άνδρες και πολλά παιδιά ήταν ορφανά από πατεράδες. Μετά την δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ο θεσμός της προίκας εξαπλώθηκε σε όλο κράτος και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να έπρεπε να γινόταν χρήση του χαρτοσήμου στα προικοσύμφωνα και με την βοήθεια του συμβολαιογράφου. Τέλος, μετα την δημογραφική αλλαγή και την διαφοροποίηση των δεσμών μεταξύ των οικογενειών, εμφανίσθηκε μια διάθεση για μομιοποίηση της προίκας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαφορές στο θεσμό της προίκας ανά περιοχή.
Η εξάλειψη του θεσμού της προίκας
Οι μελετητές θέλησαν να μελετήσουν πότε άρχισε να εξασθενεί ο θεσμός της προίκας στο ελλαδικό χώρο και τέλος την κατάργησή του. Οι πληροφορίες σχετικά με αυτό είναι ελάχιστες, με αποτέλεσμα να μπορεί να κριθεί ξεκάθαρα πότε καταργήθηκε ο θεσμός. Η προίκα για τις περισσότερες χώρες πλέον είναι ένας παρωχημένος θεσμός ο οποίος θυμίζει την δυσχερή οικονομική θέση της τότε κοινωνίας. Πλέον, στο δυτικό κόσμο ο γάμος έχει ως στόχο την ένωση ζευγαριών με κοινή θέληση και χωρίς τις καταπιέσεις της κοινωνίας και πολύ περισσότερο των ίδιων των γονέων τους.
Τα δικαιώματα των γυναικών έχουν πλέον εξισωθεί με τα δικαιώματα των ανδρών. Λειτουργεί αυτόβουλα, είναι ενεργή στο κοινωνικό σύνολο και παίρνει αποφάσεις για την κοινωνία αλλά και για τον ίδιο της εαυτό. Δεν παρεμβαίνουν στις προσωπικές της αποφάσεις οι γονείς, ο σύζυγος και τέλος ο κοινωνικός περίγυρος. Επίσης, η οικονομική κατάσταση του ανθρώπου έχει αναπτυχθεί σε σύγκριση με τα παλαιότερα χρονιά. Το κάθε άτομο με την ένταξη του στη κοινωνία προσπαθεί να απογαλακτιστεί από κάθε είδους οικογενειακούς δεσμούς και να προσπαθεί μόνος για την προσωπική επιβίωση του. Τα παραπάνω συμβάλλουν στη κατάργηση του παρωχημένου θεσμού της προίκας, αφού είχε ως στόχο η προίκα να βοηθήσει οικονομικά το ανδρόγυνο στο νέο ξεκίνημα τους.
Ο μελετητής Peter Allen υπογραμμίζει πως η κατάργηση του θεσμού ήρθε μετά την αστικοποίηση αφού άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στα μέσα του 20ου αιώνα. Η ενεργή συμμετοχή της γυναίκας στη οικονομία έπαιξε σημαντικό ρολό, ο εκβιομηχανισμός καθώς και η θέσπιση των νομών και της εμφάνισης του καπιταλισμού. Επίσης με τον νομό 1250/1982 όπου θέσπιζε το δικαίωμα του ανδρογύνου να μπορεί να παντρευτεί με πολιτικό γάμο και όχι μόνο με θρησκευτικό, την διατήρηση του πατρωνύμου της γυναίκας καθώς και τη θέσπιση της ισότητα μεταξύ του ανδρογύνου προς τα παιδία τους, την αναγνώριση του συναινετικού διαζύγιού και την υποχρέωση της διατροφής προς τα παιδία μέχρι την ενηλικίωση τους, δόθηκε νέα πνοή στο οικογενειακό δίκαιο.
Με την θέσπιση του νόμου 1329/1983 το οικογενειακό δίκαιο αναμορφώθηκε και έδωσε νέα πνοή στη κοινωνία. Σύμφωνα με το άρθρο 56 του νόμου οριζόταν ότι τα προικοσύμφωνα που είχαν συσταθεί μέχρι την υπογραφή του νόμου η γυναίκα είχε τα πλήρη δικαιώματα στη προίκα καθώς και ότι δεν υπεπεφταν σε φορολογία η τέλος. Με το άρθρο 57 « η γυναίκα αποκτά αυτοδικαίως χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους η φόρου, την κυριότητα των πραγμάτων που δόθηκαν στον άνδρα για προίκα κατά κυριότητα και σώζονται στη περιουσία του».
Ο θεσμός της προίκας, συμπερασματικά, μέχρι και το ‘Β Παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε στο ελλαδικό χώρο, όχι μόνο ως ένας θεσμός – παράδοση που μας προέρχεται από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αλλά ως ένας οικονομικός τρόπος ενίσχυσης για να καταφέρει το ζευγάρι να βιοποριστεί και να ξεπεράσει τη οικονομική στενότητα που συναντούσαν. Οι παρωχημένες αντιλήψεις της εποχής ήθελαν τις γυναίκες ως σύζυγοι και μητέρες ενώ στους άνδρες τα περισσότερα επαγγέλματα τους ανήκαν μονοπωλιακά.
Κατηγορία: ΑΡΘΡΑ